Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὸν ὦμον

См. также в других словарях:

  • PELOPS — Tantali, Phrygiae Regis et Taygetes fil. cuius pater cum Deosin terris peregrinantes hospitiô ex cepisset, ut certô aliquô argumentô divinitatem eorum experiretur, filium suum illis epulandum apposuit; a cuius esu cum Dii ceteriabstinuissent,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιτρίβω — ἐπιτρίβω (Α) [τρίβω] 1. τρίβω κάτι πάνω στην επιφάνεια ή τρίβω την επιφάνεια, συνθλίβω, συμπιέζω, συντρίβω («ἐμοῡ ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον», Αριστοφ.) 2. στενοχωρώ, βλάπτω, καταστρέφω, λυπώ, εξαντλώ («τὸν γάμον, ὅς μ’ ἐπέτριψεν», Αριστοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • боголишивыи — (2*) пр. Неразумный, глупый. В роли с.: Боголишивыи же смѣхъмь възнесеть гласъ свои. моужь же моудръ одъва осклабитьсѩ. (μωρός) Изб 1076, 180; б҃олишива. и не треба. и много ближнемоу зла створша... како мл(с)тивъ ѥсть. (πρὸς τὸν ὠμόν!) ПНЧ 1296 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξιπώ — ἐξιπῶ, όω (Α) 1. πιέζω βαριά («ώς ἐμοῡ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», Αριστοφ.) 2. ξεραίνω τελείως 3. καθαρίζω (κυρίως το πεπτικό σύστημα). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιπώ «πιέζω» (< ίπος «βάρος που πιέζει»)] …   Dictionary of Greek

  • παρακροτώ — έω, Α 1. χτυπώ ελαφρώς («ὁ δὲ παρακροτεῑ ἐς τὸν ὦμον», Λουκ.) 2. μτφ. προτρέπω, ενθαρρύνω …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»